- ἀκόλαστα
- ἀκόλαστοςundisciplinedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκόλασθ' — ἀκόλαστα , ἀκόλαστος undisciplined neut nom/voc/acc pl ἀκόλαστε , ἀκόλαστος undisciplined masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόλαστ' — ἀκόλαστα , ἀκόλαστος undisciplined neut nom/voc/acc pl ἀκόλαστε , ἀκόλαστος undisciplined masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασελγαίνω — Α φέρομαι ακόλαστα μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσελγαίνω «φέρομαι ακόλαστα» (< ἀσελγής)] … Dictionary of Greek
ανέδην — ἀνέδην επίρρ. (Α) 1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα 2. βίαια 3. αχαλίνωτα, ακόλαστα 4. αφρόντιστα, ανέμελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) δην] … Dictionary of Greek
ασελγαίνω — ἀσελγαίνω (Α) φέρομαι ακόλαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασελγής (πρβλ. υγιής < υγι αίνω)] … Dictionary of Greek
εκλελυμένως — ἐκλελυμένως (Α) επίρρ. 1. χαλαρά 2. με ελευθεριότητα, ακόλαστα … Dictionary of Greek
εμβλακεύομαι — ἐμβλακεύομαι (AM) μσν. εκθηλύνομαι, ζω ακόλαστα αρχ. κάνω νάζια … Dictionary of Greek
ενάλλομαι — ἐνάλλομαι (AM) μσν. (απολ.) βρίζω αρχ. 1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.) 2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο 3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω … Dictionary of Greek
ενασελγαίνω — ἐνασελγαίνω (AM) αρχ. 1. φέρομαι ακόλαστα, ασελγώ σε κάτι 2. καθυβρίζομαι, διακωμωδούμαι μσν. φέρομαι αισχρά … Dictionary of Greek
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek